πυγολαμπίδες

πυγολαμπίδες
Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των λαμπυριδών. Έχουν συνήθως μήκος 6-8 χλστ., το σώμα τους είναι ορθογώνιο με τα δύο άκρα στρογγυλευμένα· το μικρό κεφάλι φέρει ένα ζευγάρι νηματοειδών κεραιών. Τα έλυτρα είναι καλά ανεπτυγμένα και στη θέση ανάπαυσης καλύπτουν τις μεμβρανώδεις πτέρυγες, οι οποίες είναι λίγο ανεπτυγμένες στις θηλυκές, έτσι που δεν τους επιτρέπουν να πετούν. Τα τρία ζευγάρια των άκρων έχουν κίτρινο χρώμα, ενώ το υπόλοιπο του σώματος είναι καφέ. Η π. η λουσιτανική (luciola lusitanica) έχει μήκος 9-10 εκ.· το κεφάλι της είναι μαύρο, ο θώρακας κίτρινος και το υπόλοιπο σώμα καφέ σκούρο. Και τα δύο είδη παράγουν φως μέσω φωτογενών οργάνων που βρίσκονται στα τελευταία τμήματα της κοιλιάς· και τα αβγά επίσης παρουσιάζουν ένα ελαφρό φωσφορισμό. Οι π. ζουν στα υγρά μέρη των εύκρατων θερμών ζωνών της Ευρώπης, όπου κατά τη νύχτα αναζητούν ζωικές ουσίες με τις οποίες τρέφονται· μερικές φορές τα ενήλικα αρσενικά τρέφονται με φυτικούς χυμούς· οι αδηφάγες προνύμφες των π. καταστρέφουν αξιόλογες ποσότητες σαλιγκαριών. Συγγενής με τις παραπάνω π. είναι η π. η ιταλική (luciola italiana) και η λαμπυρίδα η νυκτιλίκη (lampyris noctiluca), το θηλυκό της οποίας έχει την όψη προνύμφης. Πυγολαμπίδα (luciola lusitanica) με τα έλυτρα ανοιγμένα: έτσι αποκαλύπτονται τα τμήματα της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα φωτεινά όργανα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυγολαμπίδες — πυγολαμπίς fire tail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • κίβος — (Cebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των κιβιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, που ζουν σε διάφορες τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Ο κ. ο καπουτσίνος είναι το κυριότερο είδος που περιγράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • φουλγορίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων τών τροπικών περιοχών, συγγενικών με τις πυγολαμπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fulgoridae < fulgora < λατ. Fulgora, όν. τής θεάς τής αστραπής (< fulgur… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”